Μέσα στις συνθήκες έντασης της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και της κρατικής καταστολής, όπου με πρόσχημα την παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση οι κυρίαρχοι μεταθέτουν το κόστος της δικής τους σταθεροποίησης προς τα κάτω ενώ παράλληλα προσπαθούν να καλλιεργήσουν την αναγκαία κοινωνική συναίνεση, οι παρακαταθήκες του Δεκέμβρη είναι μια όαση ζωντάνιας.
Συγκεκριμένα, οι καταλήψεις και οι αυτοοργανωμένοι χώροι γενικότερα, από την κατάληψη του κτηρίου Παπαλεονάρδου μέχρι τις λαϊκές συνελεύσεις στα προάστια των Αθηνών, αποτελούν ορατές εστίες αυτοοργάνωσης και αντίστασης ενάντια στους εξαντλητικούς όρους διαβίωσης που επιβάλλει το κράτος και το κεφάλαιο, ενάντια στην εξατομίκευση, την ιεραρχία και την υποταγή. Οι κατειλημμένοι αυτοοργανωμένοι χώροι είναι από τα εγχειρήματα εκείνα που συνθέτουν τον πλούτο της κοινωνικής αντίστασης. Δεν είναι μόνο μια ελεύθερη περιοχή συνάντησης, επικοινωνίας και έκφρασης όπου στεγάζονται μια σειρά από δραστηριότητες. Δεν είναι μόνο μια πράξη άρνησης του ιδιωτικού βίου και των ατομικιστικών και εγωιστικών συμπεριφορών. Είναι και μια πράξη απόρριψης της επιδιωκόμενης κοινωνικής ευημερίας μέσω του κράτους. Και αν δεχτούμε την άποψη του Γερμανού αναρχικού Γκουστάβ Λαντάουερ, ότι «το καταστρέφουμε [το Κράτος] συνάπτοντας άλλες σχέσεις, συμπεριφερόμενοι διαφορετικά», είναι και ένα βήμα «πέραν του Κράτους». Πολύ περισσότερο ενόσω διαπιστώνεται ότι και σήμερα ακόμη το Κράτος, οι νόμοι και οι θεσμοί του, υπηρετούν κυνικά τις δεδομένες ανισότητες και τις βαθαίνουν ακόμα περισσότερο. Τί και αν ο νόμος περί ευθύνης υπουργών στην πραγματικότητα παραγράφει τις καταχρήσεις βουλευτών και υπουργών, ενώ ένα αδίκημα πριν 35 χρόνια του Θεοδόση (ενός οδοκαθαριστή του Δήμου Ρεθύμνου) δεν παραγράφεται κινδυνεύοντας έτσι να χάσει τα προς το ζην; Τί και αν οι μεγαλοαπατεώνες του χρηματιστηρίου που έφαγαν εκατομμύρια απολαμβάνουν ανενόχλητοι τον πλούτο και τη χλιδή που απέκτησαν, ενώ δεκάδες νέοι δέρνονται απάνθρωπα και κακοποιούνται μονάχα με το πρόσχημα του «υπόπτου»;
Στην εποχή μας, με την επίκληση της απεριόριστης ελευθερίας του κεφαλαίου, έχει δραματικά περιοριστεί η ελευθερία των ανθρώπων και κυρίως έχει απελπιστικά εκμηδενιστεί το ειδικό βάρος τους στη λήψη αποφάσεων που καθοριστικά τους αφορούν. Η μεν πρώτη έχει αναχθεί σε κυρίαρχο δόγμα, ενώ η δεύτερη έχει καταντήσει είδος πολυτελείας για τη συντριπτική πλειοψηφία και άγνωστη για ένα μεγάλο μέρος της που ξεπέφτει στην απομόνωση και τον αποκλεισμό. Έτσι, οι άνθρωποι θα αναδιπλωθούν αναπόφευκτα στην ιδιωτική τους σφαίρα αδιαφορώντας για το δημόσιο και κοινωνικό βίο, ενώ οι ηθικές τους αναζητήσεις θα ταυτιστούν τελικά με τις επιδιώξεις του κοινωνικοπολιτικού κατεστημένου. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ύπαρξη αυτοοργανωμένων χώρων είναι ζωτικής σημασίας, στο βαθμό που γίνονται σημεία αναφοράς για μια από κοινού λήψη αποφάσεων στη βάση της αμοιβαιότητας και της αλληλεγγύης.
Ο ρόλος των αυτοοργανωμένων καταλήψεων, τόσο κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη όσο και ύστερα, υπήρξε καθοριστικός προς αυτή την κατεύθυνση. Διότι υποδήλωσε ακριβώς το χαρακτήρα του ανθρώπινου παράγοντα και των κοινωνικών σχέσεων στη συγκρότηση νέων όρων ζωής που δεν υπαγορεύονται από τους νόμους της εξουσίας και του κέρδους: από τη διοργάνωση μαζικών συνελεύσεων και τη δωρεάν παροχή στέγης μέχρι την αντιπληροφόρηση και τη λειτουργία αυτοδιαχειριζόμενων κυλικίων. Εδώ άλλωστε έγκειται και η επικινδυνότητά τους για τους εξουσιαστές: ως φορείς μιας διαφορετικής μορφής κοινωνικής οργάνωσης και για αυτό ένα σημείο διαλεκτικής σύνδεσης με την υπόλοιπη κοινωνία. Μια περίπτωση σαν αυτή, που σχετίζεται με τις ανθρώπινες σχέσεις και το ιδεώδες μιας δικαιότερης κοινωνίας, φαίνεται πολύ ανοίκεια στη συνείδηση των εξουσιαστών, τόσο ώστε να επιστρατεύουν την τρομολαγνεία των ΜΜΕ, τις περιοδικές επιθέσεις παρακρατικών και φασιστικών ομάδων, την προσπάθεια ποινικοποίησής τους από εισαγγελείς κτλ. προκειμένου να τις απομονώσουν ή και να τις καταπνίξουν. Όμως, σε καμιά περίπτωση τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα δεν καθηλώνονται: αποσβένουν πάντα τους κραδασμούς των εκάστοτε κατασταλτικών μεθοδεύσεων αλλά και πολλαπλασιάζουν συνεχώς νέες μορφές εγχειρημάτων στα πλαίσια που αυταρχικά και κυριαρχικά ορίζονται από τα πάνω ως μονόδρομος. Αυτή άλλωστε είναι και η ουσία της αυτοοργάνωσης.
Τόσο το εγχείρημα της αυτοοργανωμένης κατάληψης – όπως και των άλλων ανάλογων εγχειρημάτων – στα πλαίσια αναζήτησης συλλογικών απαντήσεων στο επιβαλλόμενο καπιταλιστικό μοντέλο ζωής, όσο και η διαδρομή του μέσα από τις επιλογές των ανθρώπων σε αυτό, το καθιστούν άρρηκτα συνδεδεμένο με την πορεία των κοινωνικών και ταξικών αγώνων. Δεν πολυχρειάζεται να θυμίσουμε εδώ τον καθοριστικό ρόλο των κατειλημμένων πανεπιστημίων της Ναντέρ και της Σορβόννης στο Γαλλικό Μάη. Ή δεν θα μπορούσαμε να σκεφτούμε το «Θερμό Φθινόπωρο» της Ιταλίας χωρίς τα κατειλημμένα εργοστάσια της Φίατ και της Πιρέλλι. Και με αυτή την έννοια το εγχείρημα της αυτοοργανωμένης κατάληψης δεν μπορεί να διαχωριστεί από την πολύ πλούσια παράδοση του εξεγερτικού πάθους. Είναι βαθιά ριζωμένο σε αυτό.
Η ιστορική συγκυρία διαμέσου της οποίας δημιουργούνται τέτοια εγχειρήματα έχει τη σπουδαιότητά της, καθόλου όμως δεν αρκεί για να τα χαρακτηρίσει. Η ερμηνεία τους ως αποτελέσματος μιας ιστορικής συγκυρίας είναι γελοιωδώς επιφανειακή και της οποίας η λειτουργία είναι να αποκρύψει την πραγματικότητα. Αν, ενώ τα υποτιθέμενα αίτια έχουν εκλείψει, το αποτέλεσμα παραμένει και αν το ίδιο το αποτέλεσμα παράγεται εκεί όπου τα αίτια δεν υπάρχουν, είναι ανάγκη να αναγνωρίσουμε ότι το αποτέλεσμα αυτό έχει άλλο ρίζωμα στην πραγματικότητα από ό,τι οι περιστάσεις που περιβάλλουν την πρώτη του εμφάνιση. Το να αιτιολογήσουμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου του 1973 ή του Δεκέμβρη του 2008 αποκλειστικά με βάση τις ιστορικές συνθήκες και όχι την ανάγκη και τη θέληση για εξασφάλιση και κατοχύρωση μιας συγκεκριμένης ανεξαρτησίας είναι σαν να θεωρούμε υπόρρητα ότι στην αλυσίδα συναρμολόγησης αντιστοιχεί, εδώ ο κοινωνικός κομφορμισμός, εκεί η εξέγερση. Ακόμα και αυτοί που αγωνίστηκαν για περιορισμένες ελευθερίες σπάνια και ανεπαρκώς κατανόησαν το πραγματικό αυτό νόημα των αγώνων. Διότι η εξήγηση ενός αγώνα αποκλειστικά με βάση την ιστορική του συγκυρία τούς οδήγησε σε αντίθετο αποτέλεσμα: δεν κατόρθωσαν να διακρίνουν την νεοαποκτημένη ελευθερία από την ουσία της παλιότερης εξουσίας και έτσι οδηγήθηκαν στο να υποστηρίξουν μια νέα εξουσία θεωρώντας την φρουρό και εγγυητή της ελευθερίας που απέκτησαν.
Γι’ αυτό το λόγο είναι χρήσιμη και επιτακτική η ύπαρξη και η λειτουργία ενός αυτοοργανωμένου εγχειρήματος, δεδομένου ότι είναι αφενός ένα πρακτικό παράδειγμα μιας βιώσιμης «ουτοπικής» κοινωνικής οργάνωσης και αφετέρου ο οδοδείκτης των αγώνων μακριά από τη δίνη της εξουσίας. Είναι από αυτούς ακριβώς τους αόρατους χώρους – αόρατους, κυρίως, για την εξουσία – από όπου το ενδεχόμενο για εξέγερση καθώς και για εκπληκτική κοινωνική δημιουργικότητα, το οποίο φαίνεται να προκύπτει από το πουθενά στις εξεγερτικές στιγμές, πράγματι προέρχεται. Με την απουσία τέτοιων στέρεων θεμελίων, οποιαδήποτε ριζοσπαστικά κινήματα, αργά ή γρήγορα θα αποσυντεθούν. Αντίθετα, απόπειρες που δημιουργούν αυτοοργανωμένα εγχειρήματα απέναντι στην εξουσία, είναι εξ ορισμού, επαναστατικές δράσεις. Και η ιστορία μας δείχνει ότι η συνεχής συσσώρευση τέτοιων δράσεων είναι δυνατόν να αλλάξει (σχεδόν) τα πάντα.